- δύσλοφος
- δύσλοφος, -ον (Α)1. βαρύς, δυσάρεστος στον τράχηλο («δύσλοφος ζυγός»)2. αυτός που δεν υπομένει ζυγό («δύσλοφοι ἡμίονοι»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσλόφως — δύσλοφος hard for the neck adverbial δύσλοφος hard for the neck masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσλοφον — δύσλοφος hard for the neck masc/fem acc sg δύσλοφος hard for the neck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσλοφωτέρους — δύσλοφος hard for the neck masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσλόφους — δύσλοφος hard for the neck masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσλοφα — δύσλοφος hard for the neck neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek